- πεταλοειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει σχήμα πετάλου, πεταλόσχημος: Πεταλοειδής μαγνήτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεταλοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με πέταλο στο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + ειδής*] … Dictionary of Greek
πεταλοειδῆ — πεταλοειδής leaf shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πεταλοειδής leaf shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πεταλοειδής leaf shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεταλοειδῶν — πεταλοειδής leaf shaped masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
δικέρατος — η, ο (AM δικέρατος, ον) 1. αυτός που έχει δύο κέρατα 2. διχαλωτός 3. αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, πεταλοειδής νεοελλ. 1. (για έντομα) αυτός που έχει δύο κεραίες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. δικέρατα έντομα με δύο κεραίες μσν. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek
ορτανσία — Κοινή ονομασία πολλών ειδών και ποικιλιών, που ανήκουν στο γένος υδράνζεα ή υδραγγείο της οικογένειας των Σαξιφραγιδών (δικοτυλήδονα) και κατάγονται από την κεντρική Ασία και την Αμερική. Το γνωστότερο είδος, που καλλιεργείται ευρύτατα στους… … Dictionary of Greek
πεταλωτός — ή, ό αυτός που έχει σχήμα πετάλου, πεταλοειδής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεταλόσχημος — η, ο ο με σχήμα πετάλου, πεταλοειδής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)